- μουλιάζω
- 1. αφήνω κάτι στο νερό πολλή ώρα για να μαλακώσει και να καθαρίσει, διαβρέχω, μουσκεύω2. διαποτίζομαι με νερό και μαλακώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ammollare «μουσκεύω, μαλακώνω», ενώ κατ' άλλους, από αμάρτυρο ιταλ. *molliare. Ο τ. συνδέεται με το αρχ. μυλάσασθαι*].
Dictionary of Greek. 2013.